6 Φεβ 2014

Jacques Sapir : Η ευρωζώνη έχει αποτύχει

Αναδημοσιεύουμε από την εφημερίδα Capital  συνέντευξη του διακεκριμένου γάλλου ακαδημαϊκού,  οικονομολόγου , Jacques Sapir, ο οποίος επανειλημμένα έχει διατυπώσει  την άποψη  οτι εντός της ευρωζώνης η Ελλάδα όπως και άλλες χώρες οδηγούνται στην καταστροφή. Στην συνέντευξή του στο  Capital και τον Κώστα Ράπτη αναφερόμενος στις εξελίξεις στην ευρωζώνη  υποστηρίζει οτι δεν μπορεί να γίνει καμιά διαπραγμάτευση εντός ευρωζώνης  και κάνει λόγο για ρίσκο  που θα πρέπει να πάρουν οι πολιτικές ηγεσίες για το ενδεχόμενο  εξόδου από το ευρώ.

Συνέντευξη στον Κώστα Ράπτη

Η ευρωζώνη παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη, ενώ οι δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης της λιτότητας εντός της ευρωζώνης είναι μηδενικές, εάν οι πολιτικές ηγεσίες δεν ρισκάρουν στα σοβαρά το ενδεχόμενο μιας εξόδου από το ευρώ, υποστηρίζει σε συνέντευξή του ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Jacques Sapir, ειδικός σε θέματα παγκοσμιοποίησης και μετασοβιετικών οικονομιών, καθηγητής στην Ecole des Hautes Études en Sciences Sociales και συγγραφέας του βιβλίου Faut-il sortir de l΄Euro?, (Paris, Le Seuil, 2012)

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το σχέδιο της νομισματικής ένωσης έχει αποτύχει και ότι η συντεταγμένη επιστροφή στα εθνικά νομίσματα είναι η ενδεδειγμένη λύση όχι μόνο για τον ευρωπαϊκό Νότο αλλά και για την ίδια τη Γαλλία. Όμως το κυριότερο εμπόδιο σε αυτό είναι η ηγεμονία της παραδοσιακής (κεντρο)αριστεράς. Αποτελεί έτσι άλλη μία από τις φωνές, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά, που όλο και συχνότερα συζητούν ένα ενδεχόμενο που μέχρι πρότινος αποτελούσε το απόλυτο ταμπού στη γαλλική δημόσια συζήτηση.

(Αποσπάσματα της συνέντευξης δημοσιεύθηκαν στο “Κεφάλαιο” της 14ης Δεκεμβρίου 2013).

- Πώς σχολιάζετε την εικόνα σταθεροποίησης της ευρωζώνης που προβάλλουν οι ευρωπαίοι ιθύνοντες και τι ανατροπές παραμονεύουν (λ.χ. στην προοπτική ενός αμερικανικού tapering);

- Η εικόνα της “σταθεροποίησης” της ευρωζώνης προέρχεται από το ότι η αστάθεια μετατοπίσθηκε προσωρινά από την χρηματοπιστωτική σφαίρα στην σφαίρα της πραγματικής οικονομίας. Από το φθινόπωρο του 2012 η ΕΚΤ υπό την ηγεσία του Mario Draghi αποφάσισε να στηρίξει το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών, αγοράζοντας στη δευτερογενή αγορά ομόλογα των χωρών που αντιμετώπιζαν τα μεγαλύτερα προβλήματα και άρα ήσαν περισσότερο εκτεθειμένες σε κερδοσκοπικές κινήσεις. Αυτό επέτρεψε μια κάποια υποχώρηση των επιτοκίων, δίνοντας έτσι την ψευδαίσθηση μιας σταθεροποίησης. Αλλά την ίδια στιγμή, η κρίση στην πραγματική οικονομία, που μεταφράζεται σε έκρηξη της ανεργίας και μείωση της παραγωγής, συνεχίζεται στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Αυτή η κρίση αποβαίνει στην πραγματικότητα όλο και μεγάλη, διότι τα αποτελέσματά της είναι σωρευτικά. Σε όλες τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου παρακολουθήσαμε ένα προσωρινό φρενάρισμα της επιδείνωσης της κατάστασης. Όμως αυτό δεν συνεπάγεται επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, το εμπορικό ισοζύγιο αυτών των χωρών βελτιώθηκε κυρίως μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των εισαγωγών και όχι μέσω μιας αξιοσημείωτης αύξησης των εξαγωγών. Σήμερα, βρισκόμαστε πιθανότατα στο σημείο που από αυτή τη σταθεροποίηση περνούμε στην επιδείνωση, και η καθοδική πορεία θα ξαναρχίσει.

Πολλοί είναι οι λόγοι για αυτό. Από τη μια, οι επενδύσεις στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο από το 2010 (ή ενίοτε από το 2008). Με κάποια καθυστέρηση, αυτό πρόκειται να μεταφρασθεί σε υποβάθμιση του παραγωγικού μηχανισμού και άρα και των επιδόσεών του, λ.χ. της παραγωγικότητας της εργασίας, που αποτελεί έναν από τους καθοριστικούς παράγοντες της ανταγωνιστικότητας.

Αυτή η υποβάθμιση επιταχύνεται στην πραγματικότητα από την συρρίκνωση της πίστωσης που παρατηρείται σε αυτές τις οικονομίες (στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Ισπανία, αλλά και στην Γαλλία). Αυτή η συρρίκνωση της πίστωσης τιμωρεί πρωτίστως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που, θεωρητικά, θα ήταν οι καλύτερα προετοιμασμένες να επωφεληθούν από τα μειωμένα κόστη σε αυτές τις οικονομίες. Η λιτότητα ως στρατηγική εξόδου από την κρίση βασίζεται στην ιδέα ότι τα μειωμένα κόστη θα προκαλούσαν ισχυρή άνοδο της προσφοράς με την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε ωστόσο οι επιχειρήσεις να προβαίνουν σε επενδύσεις για να λανσάρουν νέες παραγωγικές δραστηριότητες ή απλώς να χρηματοδοτήσουν τη συνέχιση των υφιστάμενων. Με όρους οικονομικούς, πρέπει να χρηματοδοτηθεί το κεφάλαιο της κυκλοφορίας, με την ίδιο τρόπο που χρηματοδοτείται η αύξηση και ανανέωση του παγίου κεφαλαίου. Ωστόσο, δεν έχουν πλέον τα μέσα για αυτό, λόγω της συρρίκνωσης της παραγωγής που μεταφράζεται σε μία ισχυρή συμπίεση των περιθωρίων κέρδους και δεν μπορούν πια να δανεισθούν από τις τράπεζες. Αυτό εξηγεί την απουσία μιας ανάκαμψης κινητοποιημένης από την προσφορά.

Από την άλλη, τα νοικοκυριά κατάφεραν έως τώρα να ανταπεξέλθουν, λίγο ως πολύ, στη συμπίεση των εισοδημάτων τους και την αύξηση των φόρων καταφεύγοντας στις αποταμιεύσεις τους. Αλλά αυτό είναι σαν να προσπαθεί να καλύψει το κενό χρηματοδοτικών ροών μέσω της απόσυρσης των αποθεμάτων. Μετά από λίγο, το απόθεμα (της συσσωρευμένης αποταμίευσης) έχει εξαντληθεί και η κατανάλωση θα μειωθεί κατακόρυφα παρασύροντας μαζί της και την παραγωγή.

Οι κοινωνικοί μηχανισμοί, και ιδίως οι διαγενεακές μεταβιβάσεις, εξασθενίζουν επίσης. Γίνεται αισθητό ότι οι πληθυσμοί έχουν φθάσει στα όριά τους, οικονομικά αλλά και (είναι αυτό σημαντικό) πολιτικά.Ας προστεθεί ότι εκτός Γερμανίας η βιομηχανική παραγωγή στην ευρωζώνη είτε υποχωρεί είτε μένει στάσιμη (συνυπολογίζοντας τη Γερμανία είναι ακριβώς στάσιμη...). Επιπλέον, καίτοι υπάρχει μια ελαφρά μείωση των ονομαστικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός μειώνεται επίσης τα πραγματικά επιτόκια αυξάνονται. Η ικανότητα των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου να ξαναβρούν την δημοσιονομική ισορροπία και να εξασφαλίσουν την αποπληρωμή των χρεώ τους υπονομεύεται από το σύνολο αυτών των παραγόντων. Στην πραγματικότητα, το χρέος τους εξακολουθεί να αυξάνεται, ενίοτε με μεγάλη ταχύτητα, όωπς στην Ισπανία. Η αύξηση αυτού του χρέους, πολλαπλασιαζόμενου από τα επιτόκια, βαραίνει όλο και πιο πολύ στους προϋπολογισμούς των εν λόγω χωρών. Θα έρθει λοιπόν μια στιγμή που οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα αντιληφθούν ότι η ΕΚΤ δεν έχει τα μέσα να αγοράσει το σύνολο του χρέους των εκτεθειμένων χωρών, παρά μόνο αλλάζοντας ριζικά πολιτική και προκαλώντας μια μείζονα σύγκρουση με τη Γερμανία. Από το σημείο αυτό θα αρχίσει ένα νέο κύμα κερδοσκοπικών κινήσεων.

Συνεπώς, η σταθεροποίηση μέσα στην υποβάθμιση δεν μπορεί δυστυχώς να διαρκέσει. Από τις αρχές του 2014 θα δούμε και πάλι την κατάσταση να χειροτερεύει. Το γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή της Ισπανίας έπεσε και πάλι τον Οκτώβριο είναι πιθανόν ένα προειδοποιητικό σήμα.Σε αυτά τα συμφραζόμενα, είναι σαφές ότι το παραμικρό εξωτερικό σοκ, ακόμη και σχετικά ανίσχυρο, μπορεί να ρίξει και πάλι την ευρωζώνη σε οξεία κρίση. Κάτι τέτοιο θα ήταν μια αλλαγή πολιτικής της αμερικανικής ομοσπονδιακής τράπεζας. Αλλά και μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην Κίνα θα μπορούσε επίσης να παίξει δυσοίωνο ρόλο. Στην πραγματικότητα η ευρωζώνη είναι σε μια κατάσταση εξαιρετικά εύθραυστη, που μπορεί να επιδεινωθεί από τη μία μέρα στην άλλη.

Πώς διαμορφώνονται οι γαλλογερμανικές σχέσεις την επαύριο της συμφωνίας συγκρότησης του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία;

- Πίσω από την πρόσοψη των διπλωματικών εναγκαλισμών και των κοινών ανακοινωθέντων κρύβονται όλο και μεγαλύτερες εντάσεις μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η γαλλική κυβέρνηση, ας είμαστε ειλικρινείς, ήλπιζε σε μία ήττα της κ. Μέρκελ και σε μια άνοδο στην εξουσία του SPD, το οποίο θα έφερνε μισθολογική ανάκαμψη στη Γερμανία. Στην πραγματικότητα, συνέβη ό,τι μπορούσε να προβλέψει κανείς (και αυτό υπογραμμίζει τις αυταπάτες της γαλλικής κυβέρνησης): η κ. Μέρκελ αύξησε τις έδρες της. Μολονότι χρειάσθηκε να συγκατατεθεί σε μιαν αύξηση του κατώτατου μισθού, ο χρόνος εφαρμογής αυτού του μέτρου μετατέθηκε για... το 2017. Πρόκειται για το ίδιο σενάριο που υλοποιείται και στην τραπεζική ένωση, στην οποία επίσης ήλπιζε η Γαλλία. Όμως, από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι σήμερα βλέπουμε την εμβέλεια αυτής της τραπεζικής ένωσης συνεχώς να συρρικνώνεται και την Γερμανία, μονίμως δυσαρεστημένη, να καθυστερεί διαρκώς την έναρξη εφαρμογής της.

Στην πραγματικότητα βλέπουμε τη Γερμανία να λέει δημοσίως “ναι”, καθώς δεν θέλει να επωμισθεί την πολιτική ευθύνη μιας ρήξης της ευρωζώνης, αλλά να ακολουθεί, ευθύς μόλις υπογραφεί η όποια συμφωνία, μια πολιτική του “Nein!”, καταφεύγοντας σε διάφορα κόλπα, πολιτικά και οικονομικά. Επί της ουσίας, η Γαλλία έχει εγκαταλείψει κάθε διάθεση και άρα κάθε μέσον πραγματικής διαπραγμάτευσης με τη Γερμανία, από τη στιγμή που οι Γάλλοι ηγέτες διακήρυξαν ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση αποτελεί τον υπέρτατο στόχο τους. Δεν μπορεί να διαπραγματευθεί κανείς, εάν δεν πείθει τους εταίρους του ότι έχει και άλλες πιθανές επιλογές. Όμως με την “ευρωπαϊκή στροφή” Mitterand το 1983 η Γαλλία έβαλε μόνη της το κεφάλι της στον πάγκο και απλώς παρακαλά τη Γερμανία “πέντε λεπτά ακόμη, κύριε δήμιε!”. Οι Γερμανοί ιθύνοντες το έχουν καταλάβει και κάνουν κάποιες υποχωρήσεις στους τύπους που επιτρέπουν στη γαλλική κυβέρνηση να διατηρεί το γόητρό της. Κατά βάθος έχουμε γίνει θεατές της γερμανικής πολιτικής, η οποία δεν αποβλέπει παρά στα γερμανικά εθνικά συμφέροντα, κρύβοντάς τα με τα ράκη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι αυτός ένας από τους λόγους της μεγάλης ανόδου του αντιευρωπαϊσμού στη Γαλλία, μα και στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Βρετανία.

Πού οφείλονται τα απογοητευτικά οικονομικά δεδομένα της Γαλλίας (ανάπτυξη, ανεργία, έλλειμμα, αποπληθωρισμός);

- Τα κακά οικονομικά δεδομένα της Γαλλίας οφείλονται σε πολλούς λόγους, που διασταυρώνονται και τρόπον τινά αλληλοενισχύονται. Ο πρώτος λόγος είναι απλούστατα η ισοτιμία των 1,35 δολαρίων ανά ευρώ και στην πραγματικότητα η ίδια η ύπαρξη του ευρώ. Η Γαλλία πραγματοποιεί σχεδόν τις μισές εξωτερικές εμπορικές της συναλλαγές με τη λοιπή ευρωζώνη, γεγονός που την καθιστά, μετά την Ελλάδα, μία από τις λιγότερο ενσωματωμένες χώρες. Πληρώνουμε ακριβά ένα ευρώ που η ισοτιμία του ταιριάζει ίσως στις βιομηχανικές εξειδικεύσεις της Γερμανίας, αλλά σίγουρα όχι στη γαλλική οικονομία. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι στην γαλλική οικονομία θα ταίριαζε μια ισοτιμία της τάξης των 1,04 δολαρίων: κάθε αύξησή της κατά 10% στοιχίζει στη Γαλλία περίπου μία ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξης. Άρα, με την ισοτιμία στο 1,35 χάνουμε περίπου 3%.

Επιπλέον, μια υποχώρηση δε της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου δεν αποτελεί παρά μερική λύση, διότι για χώρες περισσότερο ενσωματωμένες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, το σημαντικό στοιχείο είναι η ισοτιμία με τη Γερμανία και εν γένει τη Βόρεια Ευρώπη.

Αλλά και η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί επακόλουθο της ύπαρξης του ευρώ. Η Γαλλία έχει θεσπίσει φοροαπαλλαγές προς τις επιχειρήσεις της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ, ώστε να τις ανακουφίσει από τις απώλειες ανταγωνιστικότητας λόγω του ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι οι φοροαπαλλαγές αυτές ανέρχονταν το 1995 μόλις στο 0,5% του ΑΕΠ και αυξήθηκαν απότομα μετά το 1999. Η σημαντική προσπάθεια που καταβάλλουμε εδώ και δύο χρόνια (πρώτα υπό την κυβέρνηση Φιγιόν και κατόπιν με την κυβέρνηση των Σοσιαλιστών) για την μείωση του ελλείμματος δεν είναι αποτελεσματική: φέτος θα καταγραφεί έλλειμμα ίσο με το 4% του ΑΕΠ και το 2014 3,7%. Αν εγκαταλείπαμε το ευρώ θα μπορούσαμε να καταργήσουμε αυτές τις φοροαπαλλαγές ανακτώντας σε έσοδα το 3% του ΑΕΠ – άρα το έλλειμμα θα επέστρεφε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια το ευρώ μας “τιμωρεί” έμμεσα, αφού πρώτα μας έχει “τιμωρήσει” άμεσα.

Το υφιστάμενο έλλειμμα είναι λοιπόν αποτέλεσμα της οικονομικής στασιμότητας που επιφέρει και στασιμότητα στα δημοσιονομικά έσοδα. Οι προσπάθειες μείωσής του, είτε με αύξηση των φόρων (όπως συμβαίνει τα τελευταία δύο χρόνια), είτε με συμπίεση των δαπανών (όπως θα ήθελε η Δεξιά εάν επέστρεφε στα πράγματα) έχει στη συγκυρία σημαντικές υφεσιακές επιπτώσεις. Μελέτη του ΔΝΤ υπογραφόμενη από τον Olivier Blanchard1,υπολογίζει τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή (σχέση περικοπών στον προϋπολογισμό με το ΑΕΠ) στο 1,7 με 1,9 για την Ισπανία και την Ιταλία και πιθανότατα περί το 1,4 για τη Γαλλία.

Ποιές οι δυνατότητες διόρθωσης των ανισορροπιών που γεννώνται από την αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης;

- Μια νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά με σοβαρές μεταβιβάσεις πόρων στο εσωτερικό της. Τη δεκαετία του ΄70, όταν άρχισε η σχετική συζήτηση (διότι το ευρώ δεν γεννήθηκε χθες) υπολογιζόταν ότι στον κοινοτικό προϋπολογισμό θα πρέπει να εισρέει το 10% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Σήμερα εισρέει το 1,23% - οκτώ φορές λιγότερο! Στην πραγματικότητα ο Βορράς θα έπρεπε να μεταβιβάζει στο Νότο (χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η Γαλλία, πράγμα συζητήσιμο) 250 με 260 δισ. ευρώ ετησίως. Δηλαδή η Γερμανία θα έπρεπε να καταβάλλει κάθε χρόνο 220 έως 232 δις ευρώ, ήτοι το 8% με 9% του ΑΕΠ της2. Ποιος πιστεύει στα σοβαρά ότι αυτό είναι πιθανό και μάλιστα επί μονίμου βάσεως3;

Αυτό αποτελεί και την καταδίκη των λεγόμενων “φεντεραλιστικών” στρατηγικών. Θεωρητικά, είναι βεβαίως κομψές και ίσως ευκταίες. Αλλά προϋποθέτουν αφόρητη πίεση στη Γερμανία. Ο μόνος τρόπος για να πληρώσει η Γερμανία θα ήταν η εισβολή! Βλέπουμε λοιπόν πώς μια ιδέα ενοποίησης μεταστρέφεται υπό την πίεση της πραγματικότητας στο αντίθετό της. Για να λειτουργήσει η λεγόμενη “ομοσπονδιακή Ευρώπη” θα έπρεπε κανείς να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία...

Σε ό,τι τώρα αφορά τις δυνατότητες αναδιαπραγμάτευσης των προγραμμάτων λιτότητας που έχουν επιβληθεί στο Νότο από την Ε.Ε. και την ΕΚΤ, είναι μηδαμινές. Αν η Ελλάδα ή η Πορτογαλία αρνηθούν ένα σχέδιο, η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα διακοπεί αμέσως. Αν οι πολιτικοί ιθύνοντες αυτών των χωρών αντιλαμβάνονταν ότι η έξοδος από το ευρώ είναι καλύτερη από τον αργό θάνατο, και έλεγαν στην τρόικα “Εμπρός! Διακόψτε τη χρηματοδότηση και προχωράμε σε στάση πληρωμών”, ίσως τότε να είχαν δυνατότητες αναδιαπραγμάτευσης. Όσο δεν είναι έτοιμοι να το κάνουν, δεν έχουν καμία τύχη.

Επανερχόμαστε λοιπόν στην αποτυχία του ευρώ και άρα στην αναγκαιότητα μιας εξόδου το συντομότερο, ει δυνατόν συμφωνημένης. Στην πραγματικότητα, η διατήρηση τόσο διαφορετικών επιπέδων πληθωρισμού στις οικονομίες της ευρωζώνης4, παρότι η νομισματική πολιτική είναι θεωρητικά και πρακτικά ενιαία, είναι καταδικαστική για την επιβίωση του κοινού νομίσματος εκτός και αν υπάρξουν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις πολύ μεγάλης έκτασης, για τις οποίες απουσιάζουν απολύτως οι πολιτικές προϋποθέσεις.

Ποιες πολιτικές δυνάμεις και ποιες μερίδες του κεφαλαίου στη Γαλλία είναι οι περισσότερο ώριμες να ενστερνιστούν μια πολιτική επιστροφής στο εθνικό νόμισμα; Ποιά είναι τα ρίσκα;

- Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική ανάλογα με το αν μιλάμε για μια μικρή περιφερειακή χώρα (Ελλάδα, Πορτογαλία) ή μια χώρα σαν τη Γαλλία ή και την Ιταλία. Είναι σαφές ότι τη μέρα που η γαλλική ή ιταλική κυβέρνηση θα πει στις υπόλοιπες “το ευρώ είναι νεκρό, κάντε ό,τι θέλετε, αλλά εμείς θα βγούμε από το ευρώ ό,τι και να γίνει”, η ευρωζώνη θα εξαφανισθεί αυτομάτως. Αν βγει η Ιταλία, η Γαλλία δεν μπορεί να παραμείνει στο ευρώ, λόγω της δομικής εγγύτητας των δύο οικονομιών, και αν βγει η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα πρέπει υποχρεωτικά να εγκαταλείψουν την ευρωζώνη. Έτσι, θα εξαφανίζονταν για τη Γερμανία τα πλεονεκτήματα που δίνει η ύπαρξη του ευρώ, το οποίο θα μετατρεπόταν σε ένα είδος “μεγάλου μάρκου”, αλλά με πρόσθετα βάρη (διοίκηση της ΕΚΤ, συμφωνίες με άλλα κράτη κ.ο.κ,.) Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο συσχετισμός δύναμης είναι στο σημείο αυτό ευνοϊκός για χώρες σαν τη Γαλλία ή την Ιταλία. Αν αναλάμβαναν δράση θα πυροδοτούσαν μία μη αντιστρεπτή δυναμική, που εκ των πραγμάτων θα υποχρέωνε τα άλλα κράτη να διαπραγματευθούν μια συντεταγμένη διάλυση της ευρωζώνης.

Στο εσωτερικό αυτών των χωρών το ερώτημα του ευρώ συμπυκνώνει την αντίθεση ανάμεσα στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο (ή ακριβέστερα: το “χρηματοπιστωτικο-βιομηχανικό” κεφάλαιο, που συνασπίζει τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν μεγάλο μέρος της παραγωγής τους εκτός ευρωζώνης, αλλά μπορούν να δανείζονται σε ευρώ) από τη μια μεριά και από την άλλη στο πιο παραδοσιακό “βιομηχανικό” κεφάλαιο, ήτοι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μπορούμε επίσης να την περιγράψουμε ως μία αντίθεση ανάμεσα σε ένα τμήμα του κεφαλαίου που έχει γίνει “κομπραδόρικο” και ένα τμήμα του κεφαλαίου που μένει συνδεδεμένο με την εθνική του βάση. Σε ο,τι αφορά τον πληθυσμό, αντικειμενικά, μόνο οι ελίτ που τα εισοδήματά τους είναι αποσυνδεδεμένα από την πραγματική οικονομία, ελίτ που αντιπροσωπεύουν το 5% με 10% του συνόλου, έχουν πραγματικό συμφέρον από τη διατήρηση του ευρώ. Ούτε καν τις μεσαίες τάξεις συμφέρει η διατήρησή του και σίγουρα ούτε τις λαϊκές τάξεις (εργατική τάξη, χαμηλόβαθμοι υπάλληλοι κ.ο.κ.). Το βλέπουμε αυτό στις δημοσκοπήσεις, όπου στα λαϊκά στρώματα κερδίζει συνεχώς έδαφος η ιδέα ότι το ευρώ είναι ένα οικονομικό κακό.

Το πρόβλημα κυρίως συνίσταται αφενός στην έλλειψη αυτονομίας του “βιομηχανικού” κεφαλαίου, απέναντι στο “χρηματοπιστωτικο-βιομηχανικό” και αφετέρου στην ιδεολογική, για να μην πούμε θρησκευτική, διάσταση της προσκόλλησης της παραδοσιακής Αριστεράς στο ευρώ. Χωρίς αυτό το πρόβλημα, το ευρώ θα ήταν ήδη νεκρό εδώ και δύο-τρία χρόνια. Μια ρήξη ανάμεσα στο “βιομηχανικό” και το “χρηματοπιστωτικο-βιομηχανικό” κεφάλαιο φαίνεται πάντως να βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ιταλία, όπου στην οικονομική συζήτηση υπάρχει σημαντική αντιπαράθεση των υπερμάχων και των πολεμίων του ευρώ. Αλλά θα πρέπει να καταλυθεί η ηγεμονία της παραδοσιακής αριστεράς για να δούμε μια ριζική μετατόπιση της κοινής γνώμης. Αυτή η κατάλυση της ηγεμονίας μπορεί να πάρει διάφορες μορφές: διασπάσεις των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ή εκλογική αποδυνάμωσή τους προς όφελος νέων δυνάμεων. Στην Γαλλία, αυτή η αποδυνάμωση φαίνεται πως πρέπει να συντελεστεί προς όφελος μιας δύναμης προερχόμενης από την άκρα δεξιά, του Εθνικού Μετώπου, το οποίο σταδιακά αλλάζει χαρακτήρα, λόγω αυτής της διαδικασίας. Στην Ιταλία, είναι ένα πρωτότυπο κίνημα, το Movimento 5 Stelle, το οποίο μοιάζει να επωφελείται της διάβρωσης της παραδοσιακής αριστεράς. Από αυτή την άποψη, η Ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμη.



________________________________________________________________________



[1] O. Blanchard et D. Leigh, « Growth Forecast Errors and Fiscal Multipliers », IMF Working Paper, WP/13/1, FMI, Washington D.C., 2013.Βλ. επίσης: T  Baunsgaard, A. Mineshima, M. Poplawski-Ribeiro, και A. Weber, “Fiscal Multipliers”, στο Post-crisis Fiscal Policy, εκδ. C. Cottarelli, P. Gerson, και A. Senhadji, Washington: International Monetary Fund, Washington DC, 2012. Spilimbergo, A., Symansky, S., et M. Schindler, 2009, “Fiscal Multipliers,” IMF Staff Position Note, SPN/09/11, Μάιος 2009, FMI, Washington DC.

[2] Jacques Sapir, “Le coût du fédéralisme dans la zone Euro”, στο Russeuropele 10/11/2012, URL: http://russeurope.hypotheses.org/453

[3]\ Ας προστεθεί ότι ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν στο 12% του ΑΕΠ το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία: Patrick Artus, « La solidarité avec les autres pays de la zone euro est-elle incompatible avec la stratégie fondamentale de l’Allemagne : rester compétitive au niveau mondial ? La réponse est oui », NATIXIS, Flash-Économie, n°508, 17 Ιουλίου 2012

[4] C. Conrad et M. Karanasos, “Dual Long Memory in Inflation Dynamics Across Countries of the Euro Area and the Link between InflationUncertainty and Macroeconomic Performance”, Studies in Nonlinear Dynamics & Econometrics, vol. 9, n°4, Νοεμβ. 2005 (δημοσιευμένο στοThe Berkeley Electronic Press βλ. Και http://www.bepress.com/snde


Δεν υπάρχουν σχόλια: